Πέμπτη 31 Ιουλίου 2008

ΜΙΑ ΓΛΥΚΕΙΑ ΕΚΔΙΚΗΣΗ



FILLΕT ORISTHIOΝ
[ ΜΙΑ ΓΛΥΚΕΙΑ ΕΚΔΙΚΗΣΗ ]


Η Αλίκη στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Κοίταξε το είδωλό της προφίλ και ανφάς. Χάιδεψε την φουσκωμένη κοιλιά της. Σε είκοσι το πολύ ημέρες θα γεννούσε. Ήξερε ότι μέσα στα σπλάχνα της είχε ένα γλυκό χαριτωμένο κοριτσάκι. Κατόπιν πλησίασε στον καθρέφτη και έστησε το βλέμμα της στο πρόσωπο της. Η επιδερμίδα της ήταν λεία σχεδόν τέλεια, την άγγιξε με τα δάκτυλα της και έκανε μια γκριμάτσα σηκώνοντας τα φρύδια της.
Ο Αλέξης μπήκε στο δωμάτιο.
« Τι κάνουν τα κορίτσια μου;» ρώτησε και έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο της Αλίκης. Εκείνη γέλασε πονηρά. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο από μια περίεργη ικανοποίηση. Κάθε φορά που την φιλούσε στο μάγουλο είχε το ίδιο βλέμμα το ίδιο χαμόγελο.

Με τον Αλέξη είχαν μεγαλώσει μαζί στην ίδια γειτονιά. Είχαν παίξει, είχαν τρέξει στους ίδιους δρόμους, είχαν διαφωνήσει, είχαν μαλώσει, είχε κάνει ο ένας τον άλλον να κλάψει αλλά πάντα έμεναν δυό φιλαράκια αχώριστα.
Όταν άρχισαν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα να ξυπνούν στο κορμί της Αλίκης, είχαν τον ήχο της φωνής του Αλέξη. Τα ένοιωθε κοιτάζοντας το πρόσωπό του, αγγίζοντας το χέρι του,καρφώνοντας το βλέμμα της στο δικό του. Ο Αλέξης δεν άργησε να καταλάβει τα αισθήματά της και ψάχνοντας μέσα του να ανακαλύψει ότι ήταν αμοιβαία.
Άρχισαν να ζουν, έναν υπέροχο εφηβικό έρωτα. Έκαναν όνειρα κοινά. Περνούσαν ώρες ατέλειωτες αγκαλιασμένοι. Ανακάλυπταν την ηδονή να ξεπετάγεται σαν καυτή λάβα από τα κορμιά τους . Παραδόθηκαν στον έρωτα και ζούσαν την απόλυτη ευτυχία.
Η Αλίκη, ήταν δυναμική,. αποφασιστική. Ο Αλέξης ακολουθούσε τα θέλω της. Έτσι, όταν η εκείνη του πρότεινε όταν τελειώσουν το λύκειο να φύγουν και οι δύο για σπουδές στα εξωτερικό εκείνος το δέχτηκε με ενθουσιασμό.

Ήταν η προτελευταία χρονιά τους. Εκείνο το καλοκαίρι η Αλίκη γυρίζοντας από τις διακοπές, το πρόσωπο της είχε σχεδόν καταστραφεί από ακμή βαριάς μορφής. Γιατροί, φάρμακα, αλοιφές, προσπαθούσαν να εξαλείψουν τις απαίσιες ουλές και τα σημάδια από το μολυσμένο της δέρμα. Έκλεγε και αισθανόταν δυστυχισμένη. Άρχισε να κλείνεται στον εαυτό της, εξαφάνισε τους καθρέφτες από το σπίτι. Ο μεγάλος της φόβος όμως ήταν μήπως ο Αλέξανδρος δεν θα την ήθελε πια. Άρχισε να αποφεύγει τα ραντεβού τους και μιλούσε μαζί του περισσότερο στο τηλέφωνο. Η αλήθεια ήταν πως όταν την είδε γυρίζοντας από τις διακοπές τρόμαξε, δεν βρήκε το κουράγιο να την αγκαλιάσει, να την φιλήσει. Αυθόρμητα, έκλεισε τα μάτια. Η Αλίκη πόνεσε, μα δεν μίλησε. Σιγά-σιγά τον έβλεπε να απομακρύνεται από κοντά της. Τον αγαπούσε, τον λάτρευε και δεν μπορούσε να φανταστεί την ζωή της μακριά του. Τα όνειρά τους άρχισαν να φθίρονται. Η απόφαση που είχαν πάρει να σπουδάσουν μαζί στο εξωτερικό κατέρρευσε, όταν προς το τέλος της χρονιάς ο Αλέξης της είπε
« Ξέρεις Αλίκη σκέφτομαι να ασχοληθώ στην επιχείρηση του πατέρας μου... είναι δουλειά έτοιμη... το συζήτησα μαζί του και μάλιστα μπορώ να πω οτι χάρηκε για την απόφαση μου....»
«όπως νομίζεις», του απάντησε παγωμένα, «εγώ θα φύγω»
Ένας από τους λόγους που ήθελε να φύγεις ήταν και το πρόσωπό της. Ήθελε να πάει σε γιατρούς ίσως να χρειαζόταν κάποια πλαστική εγχείρηση για να φύγουν αυτά τα απαίσια σημάδια που είχαν καταστρέψει τη ζωή της, τον έρωτά της και τα όνειρά της.

Το καλοκαίρι το πέρασε στο χωριό της γιαγιάς της. Η επικοινωνία της με τον Αλέξη είχε αραιώσει. Εκείνος είχε φύγει με φίλους του για κάποιο νησί. Δεν της είχε καν προτείνει να πάνε μαζί διακοπές. Η ανασφάλεια της, την έκανε να δέχεται μια θέση στο περιθώριο της ζωής του.

Ήρθε ο Σεπτέμβρης η Αλίκη ήταν έτοιμη, θα αναχωρούσε σε λίγες ημέρες. Συνάντησε τον Αλέξη για να τον αποχαιρετήσει. Εκείνος έσκυψε και την φίλησε δειλά.
« Καλή επιτυχία και καλή τύχη. Να θυμάσαι ότι σ’ αγαπώ» ,της είπε
Από τα μάτια της, ήταν έτοιμα να κυλήσουν δάκρυα, με πολύ κόπο κατόρθωσε να τα συγκρατήσει. Ήθελε να πέσει στην αγκαλιά του, να του πει πόσο πολύ τον αγαπούσε κι εκείνη, και πόσο πονούσε η ψυχή της που έφευγε μακριά του. Όμως κρατήθηκε, είχε τον χρόνο να κλάψει όταν θα έμενε μόνη της.

Η πρώτη χρονιά πέρασε με πολύ διάβασμα. Οι γονείς της, της ζήτησαν να έρθει στις διακοπές όμως εκείνη αρνήθηκε. Η επικοινωνία της με τον Αλέξη είχε σχεδόν σταματήσει κάποιο τηλεφώνημα αραιά και που και πάντα τον έπερνε εκείνη. Το μυαλό της και η σκέψη της όμως ήταν κοντά του.
Βρήκε δουλειά και έτσι παράλληλα με τις σπουδές της άρχισε να μαζεύει χρήματα για να μπορέσει να αποκαταστήσει την βλάβη που της είχε προκαλέσει αυτή η καταραμένη ακμή στο πρόσωπο της.
Επισκέφθηκε έναν καλό πλαστικό χειρουργό, που της συνέστησαν.
«Θα χρειαστεί να κάνουμε κάποιες επεμβάσεις. Θα πάρουμε δέρμα απο τους γλουτούς και θα... θα... θα...» της είπε
« Είμαι αποφασισμένη για όλα γιατρέ, φτάνει να ξαναγίνει το πρόσωπό μου όπως ήταν πρώτα»
Έτσι στο τέλος της δεύτερης χρονιάς επέστρεφε με το πτυχίο της και με ένα καινούργιο τέλειο πρόσωπο
.
Τηλεφώνησε στον Αλέξη και του ζήτησε να πάει να την πάρει από το αεροδρόμιο
« Θέλω να είσαι το πρώτο πρόσωπο που θα δω στην Ελλάδα» του είπε
Τώρα η Αλίκη ήταν μια ολοκληρωμένη γυναίκα . Τίποτα δεν θύμιζε το κοριτσάκι του λυκείου και το κυριότερο ήταν μια γυναίκα γεμάτη αυτοπεποίθηση.
Τα μάτια του Αλέξη γέμισαν από θαυμασμό μόλις την αντίκρισε. Την αγκάλιασε και την φίλησε τρυφερά στο μάγουλο και μετά στο στόμα. Η Αλίκη, χαμογέλασε πονηρά γεμάτη ικανοποίηση. Δεν είχε πάψει να τον σκέφτεται και να είναι ερωτευμένη μαζί του. Ο Αλέξης βλέποντάς την ξανά, ανακάλυψε ότι και ο δικός του έρωτας δεν έσβησε ποτέ.

Λίγους μήνες αργότερα, της έκανε πρόταση γάμου. Η Αλίκη δέχτηκε. Ήταν τώρα ένα νέο ευτυχισμένο ζευγάρι που περίμενε το πρώτο του παιδί. Η πίκρα της απόρριψης όμως των εφηβικών της χρόνων απο τον Αλέξη είχε φωλιάσει μέσα στην ψυχή της και ένας γλυκός τρόπος εκδίκησης καρφώθηκε στο μυαλό της.
« Ότι κι αν μου ζητάς αγάπη μου θα το παίρνεις πάντα δίνοντας μου ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο» του είπε γελώντας πονηρά.
« Με μεγάλη μου χαρά γλυκιά μου» απάντησε ανυποψίαστος εκείνος
Αυτή, θα ήταν η τιμωρία του και παράλληλα η ικανοποίηση της Αλίκης. Θα του πρόσφερε για φίλημα το φιλετάκι την οπισθίων της, λείο τρυφερό και πεντακάθαρο.




Τ Ε Λ Ο Σ

Κυριακή 27 Ιουλίου 2008

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΔΑ


Η ελπίδα είναι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να σε κρατήσει ζωντανό στη ζωή.
Είναι η πυξίδα στο καράβι που βοηθάει τον καπετάνιο να βρει το λιμάνι.
Είναι το οξυγόνο που σου γεμίζει τους πνεύμονες.
Με την ελπίδα πας μπροστά όσο δύσκολος κι αν είναι ο δρόμος.
Το πρώτο πράγμα που θα ρωτήσει τον γιατρό ο άρρωστος είναι «Υπάρχει ελπίδα:»

Στόν τάφο του μεγάλου μας συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη υπάρχει η επιγραφή, «Δεν πιστεύω τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος».
Εγώ όμως θα ρωτήσω... Χωρίς πιστεύω, ιδανικά και ελπίδα, ποιό θα μπορούσε να είναι το μέλλον της πατρίδας μας, της οικογένειας, των παιδιών μας: Για να είμαστε λεύτεροι.
Ο αγώνας μας στη ζωή στηρίζεται σ’ αυτή την έννοια, στην ελπίδα για ένα πιο φωτεινο μέλλον για καλύτερη ποιότητα ζωής. Όμως οι κυβερνώντες αυτόν τον τόπο, οι αρχές, η παιδεία, η πρόνοια, η δικαιοσύνη, η οικονομία, με την εικόνα που παρουσιάζουν σήμερα, μας έχουν στερίσει το δικαίωμα να ελπίζουμε, να οραματιζόμαστε, ακόμα και γιατί όχι να ονειρευόμαστε πως αύριο θα ξημερώσει άλλη καλύτερη μέρα.

Ο άρρωστος τρέμει την μέριμνα της κρατικής περίθαλψης και φυσικά δεν ελπίζει τίποτα.
Ο απροστάτευτος πολίτης σε ποιόν να διαμαρτηρηθεί και να μπορέσει να βρει το δίκιο του. Αρα δεν ελπίζει κι αυτός τίποτα.
Ο νέος, ο σπουδαστής, ο φοιτητής, που να στηρίξει τις ελπίδες του όταν ο καθηγητής λειτουργεί πλέον με την νοοτροποία του δημοσίου υπαλλήλου και όλοι ξέρουμε ποιά είναι. « Βρε δε βαριέσαι αδερφέ»...
Ο άνεργος, ο συνταξιούχος, ο μετανάστης,{που και αυτός ήλπιζε} απο που να κρατηθούν. Η βιομηχανική ζωή έσβησε ανεπιστρεπτή, έργοστάσια, ναυπηγεία, βιοτεχνίες ερήμωσαν. Κατα μήκος της Εθνικής οδού βλέπεις τα εργοστάσια που πριν λίγα χρόνια ήταν γεμάτα ζωή τώρα... σωρός ερειπίων με σπασμένα τζάμια, σκουριασμένες, λαμαρίνες, και χορταριασμένους περίβολους.
Οι συντάξεις των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας που αγωνίστηκαν μια ολόκληρη ζωή, ψίχουλα, και αντι να αυξηθούν, με υπουργικές αλχημίες, μειώνονται, γιατί όλο και κάποιος οικονομολόγος με γεμάτο στομάχι υπολογίζει «τρείς το λάδι, τρείς το ξύδι...»

Το έγκλημα, η βια, η αδικία, η φτώχια, η αδιαφορία όταν κυριαρχούν σε ένα κράτος, η ελπίδα χάνεται, σβήνει, αργοπεθαίνει, γιαυτό πρέπει όσο υπάρχει ακόμα καιρός {αν υπάρχει } να κάνουμε κάτι πριν να είναι πολύ αργά. Για να μπορούμε να λέμε, έστω να ψιθυρίζουμε Dum spiro spero {όσο αναπνέω ελπίζω}.

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2008

ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ

ΣΤΙ
ΓΜΕΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ


Η πτήση από Λονδίνο θα προσγειωνόταν σε είκοσι λεπτά. Ο Χάρης είχε ξαπλώσει στο κάθισμά του ακούγοντας μουσική από το μικρό walkman που κρατούσε στα χέρια του .
Αποφάσισε να επιστρέψει χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν από την τρελλοπαρέα , ήθελε να τους κάνει έκπληξη. Ήταν η πρώτη του χρονιά στο πανεπιστήμιο και έλειπε ήδη έξι μήνες. Στο τηλέφωνο μιλούσε σχεδόν καθημερινά με όλους, τον Χρήστο, την Νίκη, τον Σάκη, τον Τζώρτζη, την Νάντια.
Η Νάντια ήταν η κοπέλα του , τέσσερα χρόνια ήταν μαζί. Από τους πρώτους μήνες της γνωριμίας τους, είδαν πως ταίριαζαν απόλυτα οι ιδέες τους , οι απόψεις τους, τα όνειρά τους. Έτσι αποφάσισαν, νοικιάζοντας ένα μικρό διαμερισματάκι ,να συζήσουν .Εκείνη σπούδαζε Νομική .Είχε έρθει από κάποιο νησί. Ήταν δυναμική, ανεξάρτητη και αποφασιστική, ήξερε τι ήθελε και πώς να πετύχει τους στόχους της. Η οικογένειά της έχοντας κάποια οικονομική άνεση ,της παρείχε τα πάντα. Ο Χάρης ένιωθε ότι ο χαρακτήρας της τον συμπλήρωνε , του έδιωχνε τις ανασφάλειες που κουβαλούσε . τον βοήθησε να φτάσει γρήγορα στο πτυχίο και ήταν εκείνη που τον έσπρωξε να φύγει στο Λονδίνο για μεταπτυχιακά . Η σχέση τους ήταν σταθερή και ήρεμη.
Η Νίκη ήταν η κολλητή της , πολύ πιο όμορφη από αυτήν. Όμως η έντονη προσωπικότητα της Νάντιας επισκίαζε την ομορφιά της Νίκης. Η Νάντια ήταν πάντα το επίκεντρο στην παρέα. Είχαν γνωριστεί στο Πανεπιστήμιο και ήταν μαζί από τον πρώτο χρόνο . Τα περισσότερα βράδια έμενε μαζί τους όταν περνούσε η ώρα πότε με συζήτηση , πότε βλέποντας ταινίες .Ο Χάρης την φώναζε κουμπαρούλα μια και το είχε ξεκαθαρίσει ότι αυτή θα τους πάντρευε .
Ο Χρήστος ήταν παιδικός φίλος του Χάρη .Είχαν μαζί μεγαλώσει στην ίδια γειτονιά , μαζί στο σχολείο , στις σκανταλιές, στα πρώτα τους φλερτ. Εξομολογούσαν πάντα ο ένας στον άλλον τις ανησυχίες τους , τα σχέδια τους, τους έρωτες τους .
Ο Σάκης και ο Τζώρτζης ήταν συμφοιτητές του Χάρη . Ο Σάκης πάντα με το αστείρευτο χιούμορ του ήταν η ψυχή της παρέας και ο Τζώρτζη την κιθάρα του δεν άφηνε ποτέ την μοναξιά ή την πλήξη να φωλιάσει στην συντροφιά τους. Είχαν δέσει όλοι τόσο πολύ που ένας
ύπνος μόνο τους χώριζε.

Όταν έφυγε ο Χάρης τον συνόδευσαν όλοι μαζί στο αεροδρόμιο .
-Κοίτα ρε, να προσέχεις τα Αγγλάκια είναι επικίνδυνα. Μη γυρίσεις πίσω με καμιά φούστα ! τον πείραζε ο Σάκης λικνίζοντας το κορμί του.
-Τη γυναίκα μου και τα μάτια σας, να μου την προσέχετε, τους έλεγε ο Χάρης ,σφίγγοντας στην αγκαλιά του την Νάντια, σας καθιστώ υπεύθυνους αν κάτι συμβεί.


* * *
« Προσδεθείτε, σε λίγα λεπτά προσγειωνόμαστε στο αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος» Ο Χάρης ήταν γεμάτος χαρά και ανυπομονούσε να φτάσει στο σπίτι ,στη Νάντια του . Άραγε θα ήταν εκεί ή θα είχε βγει έξω με τα παιδιά.
« αν δεν είναι» σκεφτόταν «θα μπω θα κάνω ένα ντουζάκι, θα ξαπλώσω και θα την περιμένω με σβηστά τα φώτα»
Περιμένοντας τις αποσκευές του έριξε μια ματιά στο ρολόι του , 11.30΄
«Περασμένα μεσάνυχτα θα φτάσω» σκέφτηκε «καλύτερα».!! Δεν έβλεπε την ώρα να σφίξει στην αγκαλιά του την Νάντια, του έλειψε τόσο πολύ… Είχαν σχεδιάσει να πήγαινε να τον δει στο Λονδίνο , όμως αμέσως μετά την αναχώρηση του, έπιασε δουλεία σε ένα δικηγορικό γραφείο ως ασκούμενη και έτσι το ταξίδι της ματαιώθηκε.
Πήρε ένα ταξί και σε είκοσι λεπτά ήταν έξω από το σπίτι. Έβαλε το κλειδί στη πόρτα και άνοιξε σιγά- σιγά ,αν ήταν μέσα, ήθελε να βρεθεί μπροστά της ξαφνικά. Το διαμέρισμα ήταν μισοσκότεινο . Πατώντας στις μύτες των ποδιών του, προχώρησε στο μικρό σαλονάκι .Δύο φιγούρες ήταν αγκαλιασμένες στον καναπέ. Το αίμα του πάγωσε, για μερικά δευτερόλεπτα έμεινε ακίνητος μη μπορώντας να πιστέψει ότι έβλεπε. Η Νάντια και ο Τζώρτζης …..
Όχι ! Δεν ήταν δυνατόν! Γύρισε και έφυγε το ίδιο αθόρυβα . Ήταν ζαλισμένος από το σοκ που έπαθε . Κάθισε στα σκαλιά της εισόδου και άναψε ένα τσιγάρο.
« Όχι δεν το πιστεύω» μονολογούσε .
Το στομάχι του είχε γίνει ένας κόμπος, ένιωθε ότι θα ξεράσει.
« Γιατί ρε γαμώτο! Γιατί!»
Σηκώθηκε πέταξε το τσιγάρο και πήρε το δρόμο μη ξέροντας που πήγαινε . Μπροστά στα μάτια του οι δυο φιγούρες, του Τζώρτζη και της Νάντιας . Έβγαλε από την τσέπη του το κινητό και κάλεσε τον Χρήστο
« η κλήση σας προωθείται»
«Με γκόμενα θα’ ναι» σκέφτηκε .
Περπατώντας έφτασε στο σπίτι της Νίκης, χωρίς να διστάσει χτύπησε το κουδούνι. Εκείνη τρόμαξε μόλις τον είδε ,ανοίγοντας την πόρτα.
- Χάρη ! ψέλλισε , τι σου συμβαίνει?
Ο Χάρης πέρασε μέσα και σαν μεθυσμένος παραπατώντας έπεσε στον καναπέ. Η Νίκη τον ακολούθησε έκπληκτη.
-Βάλε μου ένα ουίσκι σε παρακαλώ, και κάθισε δίπλα μου. Μάλλον φέρε το μπουκάλι και ένα ποτήρι για σένα σίγουρα θα σου χρειαστεί.
Η Νίκη έκανε ότι της είπε και κάθισε δίπλα του.
-Τι συμβαίνει Χάρη ? ξαναρώτησε γεμίζοντας τα ποτήρια.
-Με πρόδωσαν τα κωλόπαιδα.
-Τι λες για ποιους μιλάς ?ρώτησε με απορία .
-Για την κολλητή σου και τον Τζώρτζη λέω . Εσύ δεν ξέρεις τίποτα?
-Χάρη σύνελθε τι βλακείες είναι αυτές . Η Νάντια σε λατρεύει , όλον αυτό τον καιρό έχουμε βαρεθεί να την ακούμε να μιλάει για σένα .
-Τους είδα με τα μάτια μου μέσα στο ίδιο μας το σπίτι ,είπε σχεδόν ουρλιάζοντας , προσπαθώντας με το ζόρι να κρατήσει τα δάκρυα που είχαν ανέβει στα μάτια του.
Η Νίκη είχε πέσει από τα σύννεφα ,δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που της έλεγε. Αν έτρεχε κάτι με τον Τζώρτζη, η Νάντια θα της το είχε πει δεν είχαν μυστικά μεταξύ τους. Κατέβασε μονορούφι το ποτό της ξαναγεμίζοντας πάλι το ποτήρι της
- Ξέρω ότι θα έβγαιναν σήμερα το βράδυ για κανένα ποτάκι , μάλιστα ήταν να πάω κι εγώ μαζί τους , όμως το ακύρωσα γιατί αύριο έχω δικαστήριο το πρωί . Ο Σάκης και ο Χρήστος είχαν ραντεβού .
Άπλωσε το χέρι της και του χάιδεψε τα μαλλιά
-Ίσως είναι μια παρεξήγηση , ένα λάθος. Σήκω να σου στρώσω εδώ στον καναπέ να κοιμηθείς και αύριο τα λέμε. Θα ξεκαθαρίσει το τοπίο, άντε γιατί αν δεν το κατάλαβες, είσαι τύφλα ,ήπιες σχεδόν όλο το μπουκάλι .
Ο Χάρης έγειρε και ακούμπησε το κεφάλι του επάνω στο στήθος της ,μετά άρχισε να την φιλάει στο λαιμό.
-Χάρη μη! Τι κάνεις! Οι αντιστάσεις της Νίκης ήταν μειωμένες. Ο Χάρης συνέχισε να την φιλάει και να την χαϊδεύει . Το άρωμά της ήταν μεθυστικό . Τόσο καιρό στο Λονδίνο ούτε που σκέφτηκε ποτέ άλλη γυναίκα, το μυαλό του ήταν συνέχεια στην Νάντια. Η Νίκη άφησε τον εαυτό της ελεύθερο στα χάδια του και χάθηκε στην αγκαλιά του.

Το πρωί ο Χάρης σηκώθηκε πρώτος. Πήγε στο μπάνιο κι έριξε νερό στο πρόσωπό του ένιωθε το κεφάλι του βαρύ ήταν ακόμα ζαλισμένος από το ποτό. Έριξε μια ματιά στη Νίκη , κοιμόταν γυμνή.
« Τι έκανα ! σκέφτηκε, γιατί?!…
Ντύθηκε και περπατώντας στις μύτες των ποδιών του άνοιξε την πόρτα. Το Ανοιξιάτικο αεράκι τον χάιδεψε στο πρόσωπο και τον έκανε να νιώσει καλύτερα . Περπατώντας είδε ένα καφενείο που μόλις είχε ανοίξει . Μπήκε και ζήτησε ένα διπλό καφέ. Στο μυαλό του τριγύριζαν τα γεγονότα της χτεσινής νύχτας
« Μια στιγμή αδυναμίας ήταν», σκέφτηκε. Την Νίκη ποτέ δεν την είχε δει με άλλο μάτι, μπορεί να ήταν η όμορφη, η κουκλάρα της παρέας μα πάνω απ όλα ήταν η καλή τους φίλη. Ένιωθε τύψεις για ότι έγινε, νόμιζε ότι τα έζησε όλα μέσα σε ένα όνειρο.
Ο καφετζής τον κοίταζε περίεργα , Είχαν περάσει σχεδόν δύο ώρες που καρφωμένος με τα μάτια στο κενό, άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.
- Ντέρτια φιλαράκο ? του είπε πλησιάζοντάς τον. Είσαι μικρός ακόμα. Μάθε να παίρνεις τη ζωή όπως έρχεται, την ιστορία μας την γράφουμε εμείς….Σκούπισε το τραπέζι, πήρε το άδειο φλιτζάνι και γύρισε στο πόστο του.
Ο Χάρης πετάχτηκε επάνω σαν ελατήριο οι τελευταίες λέξεις του καφετζή του άναψαν ένα φως.
-Όπα !!! είπε. Σ’ ευχαριστώ φίλε. Τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη, πλήρωσε τον καφέ του και βγήκε έξω . Περπατώντας πήρε τηλέφωνο την Νάντια στο κινητό..
-Έλα κοριτσάκι ,καλημέρα, σου’ ρχομαι….Μόλις πάτησα Ελλάδα!
-Αγάπη μου! φώναξε χαρούμενα η Νάντια . Σε περιμένω και σ’ αγαπώ πολύ!!!
Αμέσως μετά πήρε τηλέφωνο την Νίκη. Από την φωνή της κατάλαβε, ότι κοιμόταν ακόμα.
-Νίκη άκου, δεν με είδες , δεν με άκουσες, ήρθα σήμερα από Λονδίνο . Κατάλαβες? Οι στιγμές αδυναμίας μας δεν πρέπει να γκρεμίσουν την φιλία που χτίζαμε τόσα χρόνια . Η παρέα πρέπει να μείνει ενωμένη. Ας ξεχάσουμε ότι έγινε, θέλω να με συγχωρέσεις και να είναι όλα όπως πρώτα .
-Okay! Να ξέρεις ότι η Νάντια σε λατρεύει, κι εγώ θα είμαι πάντα η κουμπαρούλα σας.
Σας αγαπώ !
.
* * *
Ο Χάρης αποφάσισε να μην μιλήσει ποτέ στη Νάντια για ότι είδε, για τον εφιάλτη που έζησε, θα άφηνε τον χρόνο να δείξει αν ήταν και για κείνη… μια στιγμή αδυναμίας…..


Τ Ε Λ Ο Σ

ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ


Η Τερέζα έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη . Αυτό που έβλεπε την ικανοποιούσε απόλυτα.
Πήρε το μπουκαλάκι με την κολόνια και έβαλε δυο σταγόνες πίσω από το κάθε αυτί.
« Θα του αρέσω?» αναρωτήθηκε.
Δεν ήταν καμιά κούκλα αλλά με λίγο μακιγιάζ με ένα καλό χτένισμα και ένα ωραίο ντύσιμο δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητη .
Είχε περάσει τα τριάντα τρία της χρόνια και μια μικρή ανασφάλεια είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της στο πίσω μέρος της σκέψης της . Ο εξάχρονος δεσμός της με τον Κώστα τέλειωσε πριν δύο χρόνια. Έφταιγε αυτός, έφταιγε εκείνη, ποτέ δεν το έψαξε . Έσβησε σιγά- σιγά χωρίς να το καταλάβουν . Δεν επεδίωξε να κάνει άλλη σχέση παρόλο που της έτυχαν κάποιες καλές περιπτώσεις . Ήθελε να μείνει για λίγο μόνη της .
Μετά τον χωρισμό της με τον Κώστα μόνιμος συνοδός της ήταν ο Νικήτας ο παιδικός της φίλος.
Με τον Νικήτα ήταν ερωτευμένη στα εφηβικά της χρόνια , ήταν ο κρυφός της έρωτας . Ποτέ δεν του το έδειξε άλλα ούτε κι εκείνος της είχε δείξει ποτέ να τον ενδιαφέρει ερωτικά. Την πείραζε πάντα και πολλές φορές την απογοήτευε με το χιούμορ του λέγοντας της
«Πως είσαι έτσι σήμερα; Τα χάλια σου έχεις.» ή την φώναζε κουτορνίθι και διάφορα άλλα ενώ εκείνη έκανε οτιδήποτε για να του αρέσει. Με τον καιρό κλείδωσε τα αισθήματά της για τον Νικήτα βαθιά μέσα της όμως ποτέ δεν έπαψαν να είναι φιλαράκια.
Πριν δυο μήνες τον έστειλε η εταιρεία στην οποία ήταν στέλεχος, μια πολυεθνική , στην Αμερική για κάποια σεμινάρια . Σ’ αυτό το διάστημα επικοινωνούσαν σχεδόν καθημερινά . Η Τερέζα όσο έλειπε μακριά της ένοιωθε τον έρωτα μέσα της να φουντώνει .Της έλειπε τόσο πολύ. Μα και εκείνος με μισόλογα της έδωσε να καταλάβει πως ένιωθε το ίδιο .Μετά από κάθε τους συνομιλία η Τερέζα σκεφτόταν τα λόγια του, και προσπαθούσε να διαβάσει τις κρυφές του σκέψεις.
«Ίσως φοβάται την απόρριψη , ίσως νομίζει πως θα προδώσει την φιλία μας . Πρέπει να κάνω εγώ το πρώτο βήμα. Όση ώρα ετοιμαζόταν άρχισαν να περνάνε σαν κινηματογραφική ταινία διάφορα στιγμιότυπα από την παιδική τους ηλικία

-Τερέζα! Ο μπαμπάς μου, μου έφερε το καινούργιο μίκυ μάους, θα ‘ρθεις να το διαβάσουμε μαζί;
Ήταν η φωνή του Νικήτα που την φώναζε από την αυλή του σπιτιού της. Στο παλιό διώροφο, έμεναν η οικογένεια της Τερέζας στον πάνω όροφο και του Νικήτα στον κάτω. Οι γονείς του είχαν ένα μπακάλικο μερικά τετράγωνα πιο κάτω και ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν και οι δυο αρκετές ώρες αφήνοντας τον μόνο στο σπίτι. Η μητέρα της Τερέζας τον πρόσεχε σαν να ήταν δικό της παιδί. Τις οικογένειες τους τις συνέδεε παλιά φιλία. Τα δυο παιδιά μεγάλωναν μαζί. Η Τερέζα ήταν δυο χρόνια μικρότερη και ο Νικήτας την βοηθούσε στα μαθήματά της και περισσότερο στην αριθμητική που εκείνη δεν τα κατάφερνε. Έπαιζαν μαζί και πολλές φορές κοιμόντουσαν και μαζί όταν αργούσαν να γυρίσουν οι γονείς του και τον έπαιρνε ο ύπνος στο σπίτι της. Τα καλοκαίρια πάντα έκαναν τις διακοπές τους και τα μπάνια τους στο νησί ,κοντά στην γιαγιά του Νικήτα, στην Μήλο.
Ο Νικήτας της έμαθε μπάνιο στη θάλασσα, ακόμα της έμαθε να ρίχνει βουτιές από το καΐκι του παππού του, να ψαρεύει με την μάσκα αχινούς και κοχύλια, εκείνος μπροστά και εκείνη πίσω τον παρακολουθούσε πως έβρισκε τα χταπόδια και με το καμάκι τα έπιανε. Ήταν ο αγαπημένος μεζές του παππού του.
-Αυτό παππού για σένα, φώναζε μόλις το σήκωνε έξω από το νερό
Η Τερέζα ήταν φοβητσιάρα έτρεμε τα έντομα. Ένα καλοκαίρι στο νησί ο Νικήτας την τρόμαξε τόσο πολύ που δεν ήθελε να τον ξαναδεί.
-Τερέζα, της φώναξε έλα να δεις τι κρατάω στο χέρι μου
Η Τερέζα έτρεξε κοντά του και τότε εκείνος άνοιξε το χέρι του και της πέταξε ένα τζιτζίκι επάνω της .. Οι φωνές της ακούστηκαν σ’ όλο το νησί και το χειρότερο για κείνη ήταν ότι ο Νικήτας είχε ξελιγωθεί στα γέλια. Εκείνη την ημέρα ένιωσε ότι τον μίσησε. Δεν ήθελε για πολύ καιρό να τον έχει φίλο της.
Στα χρόνια της εφηβείας τους, ο Νικήτας έβγαινε με τους φίλους του, μιλούσαν για κορίτσια, φλέρταραν. Η Τερέζα ένιωθε μικρά τσιμπηματάκια ζήλειας. Όταν η Βάνα η κοινή τους φίλη έγινε το κορίτσι του, κατάλαβε ότι ήταν ερωτευμένη μαζί του. Άρχισε να προσπαθεί να τον κάνει να την προσέξει όμως εκείνος δεν έδειξε ποτέ ερωτικό ενδιαφέρον για κείνη. Η Τερέζα έκλαψε αρκετές φορές τις νύχτες γυρίζοντας από κάποια φιλική έξοδό τους. Σιγά-σιγά απομακρύνθηκε. ‘Άλλαξαν σπίτι, ο Νικήτας πήγε στο πανεπιστήμιο, έκαναν νέες παρέες και μετά γνώρισε τον Κώστα ‘Έζησαν έναν όμορφο έρωτα μέχρι που ήρθε ο χωρισμός. Με τον Νικήτα χάθηκαν όλα αυτά τα χρόνια. Που και που τηλεφωνούσε ο ένας στον άλλον στις γιορτές, στα γενέθλιά τους… Μετά τον χωρισμό της, αναζήτησε τον Νικήτα. Ήταν και εκείνος μόνος του κι έτσι άρχισαν πάλι να περνούν μαζί τις ελεύθερες ώρες τους.


Κοίταξε το ρολόι της
«Πέντε και μισή, έχω χρόνο» σκέφτηκε.
Στο τηλέφωνο, της είχε πει ότι θα έφτανε Ελλάδα γύρω στις επτά.
Πήρε τα τσιγάρα της από το κομοδίνο και με νευρικές κινήσεις άναψε ένα .
« Γιατί Θεέ μου έχω τόσο τρακ» αναρωτήθηκε
Τράβηξε δυο ρουφηξιές και το ίδιο νευρικά το έσβησε στο μικρό κρυστάλλινο τασάκι.
Άρχισε να μαζεύει και να βάζει στις κρεμάστρες τα φορέματα που δοκίμαζε όλο το μεσημέρι και τα είχε σκορπίσει επάνω στο κρεβάτι
« Μόλις τον δω θα τρέξω στην αγκαλιά του, θα του πω πόσο πολύ μου έλειψε … Σίγουρα θα είναι κουρασμένος από το πολύωρο ταξίδι του…αν θέλει να ξεκουραστεί θα τον πάω στο σπίτι του…ίσως περάσουμε μαζί τη νύχτα…Αχ! Νικήτα, πόσο ευτυχισμένη θα ήμουνα αν ήξερα ότι κάνεις και συ τις ίδιες σκέψεις …ότι τα όνειρά μου είναι και δικά σου όνειρα….Γιατί δεν μπόρεσες να διαβάσεις ποτέ τα μάτια μου …ν’ ακούσεις την καρδιά μου … πόσο χρόνο θα είχαμε κερδίσει..»
Όλες αυτές οι σκέψεις έβγαιναν σαν παραμιλητό από τα χείλη της. Ένοιωθε χαρούμενη , ευτυχισμένη μα είχε και ένα μικρό φόβο μέσα της , μήπως είχε παρασυρθεί από τα δικά της αισθήματα και έκανε λάθος για του Νικήτα. «θα δείξει» σκέφτηκε και έδιωξε αμέσως από το μυαλό της αυτή τη σκέψη.
« Κλειδιά, τσιγάρα, κινητό» είπε και μαζεύοντας τα, τα έριξε μέσα στην τσάντα της. Πήρε την ζακέτα της και κλείνοντας την πόρτα του μικρού της διαμερίσματος κατέβηκε στο αυτοκίνητο της .
Η διαδρομή μέχρι το αεροδρόμιο της φάνηκε ατελείωτη. Όλα τα τραγούδια που έπαιζε το ραδιόφωνο είχε την εντύπωση ότι μιλούσαν για την δική της αγάπη
« Αχ! Αγάπη μου , αν μπορούσα να σου μεταβιβάσω τη σκέψη μου , να σου φωνάξω πόσο πολύ σ’ αγαπώ και να μ’ ακούσεις….
Έφτασε στο αεροδρόμιο ένα τέταρτο νωρίτερα. Μπαίνοντας παρατήρησε μια ασυνήθιστη κίνηση, πήρε ένα περιοδικό και κάθισε στην καφετέρια . Η αναμονή ήταν ότι χειρότερο για την Τερέζα. Η αγγελία που ακούστηκε από τα μεγάφωνα την έκανε να παγώσει
* * *
Η πτήση του Νικήτα δεν θα έφτανε ποτέ… Η ανακοίνωση του τραγικού αεροπορικού δυστυχήματος την άφησε καρφωμένη τρεις ολόκληρες ώρες στην ίδια θέση σαν χαμένη πριν πάρει τον δρόμο της επιστροφής .
Μαζί με τον Νικήτα είχαν χαθεί όλα τα όνειρά της και οι ελπίδες του μεγάλου ανεκπλήρωτου έρωτά της και δεν θα μάθαινε ποτέ αν ο κρυφός της έρωτας για κείνον, ήταν ένας αμοιβαίος έρωτας….
Τ Ε Λ Ο Σ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ


Με το γέρικο, τρεμάμενο χέρι της σκούπισε το θαμπό τζάμι. Το κρύο έξω ήταν τσουχτερό. Ήταν μια από τις ελάχιστες χρονιές που στο νησί είχε πέσει τόσο πυκνό χιόνι. Άφησε το βλέμμα της να αγναντέψει την αγριεμένη θάλασσα που απλωνόταν κάτω, κοιτώντας τα καΐκια, που σαν καρυδότσουφλα τα πήγαιναν πέρα δώθε τα αφρισμένα κύματα.. Πόσο είχε αγαπήσει αυτή τη θάλασσα…. Πόσα όνειρά της δεν είχε αφήσει να τα πάρει στην πλατιά αγκαλιά της, και να τα ταξιδέψει μακριά εκεί που έφτανε η φαντασία της , στα μέρη που άκουγε να διηγούνται οι ναυτικοί του νησιού της, τα πολύχρωμα , με τις μαύρες καλλονές, με τα τεράστια στρείδια που μέσα τους έκρυβαν τα ξακουστά μαργαριτάρια, ακόμα και για πειρατές είχε ακούσει ,για άγριους κουρσάρους που άρπαζαν τα πλοία και το βιός των καπεταναίων. Για τεράστιες φάλαινες ,που μπορούσαν να καταπιούν ολόκληρες βάρκες. Όλα αυτά, την έκαναν να λαχταράει να γίνει καπετάνισσα, να φτάσει στα πέρατα του κόσμου.



Η Κούλα, το Κουλιώ όπως την φώναζαν ήταν το ενδέκατο από τα δεκάξι παιδιά του καπετάν Παντελή του Βαρβάκη με τ’ όνομα στο νησί. Ζωηρή, πειραχτήρι, σωστό αγοροκόριτσο. Όλη μέρα τριγυρνούσε με τους ψαράδες στα καΐκια . Μάγκωνε τη φούστα της στη βράκα της και μες το νερό μέχρι το γόνατο μάζευε δολώματα και ψάρευε. Το σχολείο, ούτε που να το ακούσει. Πήγε στην πρώτη δημοτικού και τα παράτησε στη μέση. Τι ήταν τούτα που ήθελε να της μάθει η κυρά δασκάλα, το α, το ο, το ι, να γράφει πάνω στην πλάκα και να περνάει τις ώρες της καθισμένη σ’ ένα θρανίο τι θα τα έκανε; Εκείνη ήθελε να ‘ναι ελεύθερη , να μαζεύει αχινούς , γαριδούλες, καβούρια, σαλιγκάρια να ψαρεύει με το καλάμι της απ΄ το μόλο να τρέχει στην παραλία. Άσε που καθημερινά σχεδόν την έβαζε τιμωρία να κάθεται δυο ώρες παραπάνω νηστικιά επειδή εκτός του ότι πήγαινε αδιάβαστη, ήταν και ο καπετάν φασαρίας στην τάξη .
Ατίθασο κορίτσι το Κουλιώ. Η κακομοίρα η μάνα της που να την προλάβει με τόσα κουτσούβελα γύρω της και μια κοιλιά μονίμως μέχρι το στόμα . Είπε όχι στο σχολείο η Κούλα , συμφώνησε και η μάνα της .
Το Κουλίω ονειρευόταν μόλις μεγαλώσει να πάει με τον πατέρα της στο καΐκι , να ταξιδεύει, όσο κι αν της έλεγαν ότι αυτή η δουλειά δεν είναι για κορίτσια. Εκείνη δεν το παραδεχόταν και δεν το έβαζε κάτω. Ο καπετάν Παντελής την κρυφοκαμάρωνε
« έχει τσαγανό αυτό το παιδί » έλεγε.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν και το Κουλιώ μεγάλωνε άρχισε ν’ αλλάζει . Τώρα προτεραιότητα είχαν οι δουλειές στο σπίτι. Οι μεγάλες της οι αδερφάδες μια – μια παντρεύτηκαν έκαναν δικές τους οικογένειες και παιδιά. Έτσι εκ των πραγμάτων η Κούλα έπρεπε να βοηθάει τη μάνα της να μεγαλώσει τα άλλα πέντε αδέρφια της τα πιο μικρά απ’ αυτήν. Το όνειρό της λίγο – λίγο άρχισε να σβήνει .Τώρα ταξίδευε μόνο με την φαντασία της . Είχε γίνει ο ήρωας των θαλασσινών ιστοριών που της διηγιόταν ο πατέρας της τα κρύα βράδια, καθισμένοι κοντά στο τζάκι. Τον αγαπούσε και τον θαύμαζε. Στο σκαμμένο απ’ την αρμύρα πρόσωπο του έβλεπε την δύναμη του αντρειωμένου καπετάνιου που ήξερε να παλεύει με τα στοιχειά της φύσης
Τα προξενιά πήγαιναν κι ερχόντουσαν για το Κουλιώ. Ήταν άλλωστε όμορφη , μελαχρινή , με δυο κατάμαυρες μακριές πλεξούδες, με βλέμμα σπινθηροβόλο γεμάτο ζωντάνια, κρυφός πόθος για τα παλικάρια του νησιού .Όλα τα έδιωχνε δεν ήθελε γάμους , δεν ήθελε παιδιά .Δεν άντεχε το κλάμα των μωρών που δεν την άφηνε την νύχτα να κοιμηθεί. Τις αρρώστιες τους , τα ξενύχτια και την αγωνία πάνω απ’ το προσκεφάλι τους όταν ψηνόντουσαν στον πυρετό.
Όχι ! Δεν ήθελε να περάσει αυτά που περνούσαν η μάνα της και οι αδερφάδες της . Πολλές φορές ανέβαινε στο μοναστήρι που ήταν έξω από την πόλη και έμενε με τις μοναχές δυο –τρεις μέρες. Ένιωθε ηρεμία και γαλήνη εκεί κοντά στο Θεό.
Πλησίαζαν οι Άγιες μέρες του Πάσχα. Στο σπιτικό της Κούλας είχαν αρχίσει οι ετοιμασίες. Απ το πρωί μαζί με την μάνα της και την βοήθεια των μικρών ασβέστωσαν την αυλή, φρόντισαν τα λουλούδια, έψησαν τα τσουρέκια και τα κουλουράκια της πασχαλιάς και σαν νύχτωσε για τα καλά μετά το φαγητό αφού έβαλαν τα μικρά για ύπνο αποκαμωμένες από την κούραση της ημέρας κάθισαν μπροστά στη φωτιά. Η μάνα της πήρε το πανεράκι με τις κλωστές και άρχισε να μπαλώνει κάτι κάλτσες. Η Κούλα, έκλεισε τα μάτια της κι αποκοιμήθηκε.
Μια γλυκιά, μαυροφορεμένη γυναίκα ήρθε στον ύπνο της και με φωνή ήρεμη και σταθερή της είπε :
« Παιδί μου, αύριο το πρωί θ’ ανέβεις στο παλιό κάστρο κι εκεί στα χαλάσματα δίπλα στη μεγάλη πόρτα σε μια εσοχή πίσω από μια πέτρα θα βρεις ένα μαντήλι γεμάτο χρυσές λίρες, Όμως δεν θα το πεις σε κανένα, πρόσεξε είναι για σένα , δεν πρέπει να το μάθει κανείς . Αν μ’ ακούσεις θ’ αλλάξει ολόκληρη η ζωή σου » .
Η Κούλα πετάχτηκε ταραγμένη. « Παναγιά μου, καλό και ευλογημένο» ψιθύρισε κάνοντας το σταυρό της. Άλλο και τούτο στο κάστρο δεν έχει πάει ποτέ της ούτε και κανείς από τους συχωριανούς της ανεβαίνει εκεί πάνω μόνο αετοί και γεράκια φωλιάζουν στα χαλάσματα . Και γιατί να μην το έλεγε σε κανένα; Κι αν πράγματι υπάρχουν λίρες που θα έλεγε ότι της βρήκε; Θα νομίζουν ότι της έκλεψε, θα ξεσηκωθεί όλο το χωριό. «Γεννήματα της φαντασίας μου» σκέφτηκε, «η κούραση άρχισε να μου σαλεύει τα λογικά. Σε καλό μου. Μέχρι το πρωί θα το ‘ χω ξεχάσει» .
Την άλλη μέρα το πρωί η μαυροφορεμένη γυναίκα και τα λόγια της, ξανάρθαν στο μυαλό της. Η περιέργεια άρχισε να την βασανίζει. Σαν την παναγιά άρχισε να την πλάθει στη φαντασία της .
Το μεσημέρι αποφάσισε να ανηφορίσει προς το κάστρο .Παρ’ όλο που ήταν κορίτσι τολμηρό και φόβο δεν ένιωσε ποτέ στη ζωή της, η καρδιά της είχε αρχίσει να σφυροκοπά στο στήθος της.
Στο τέλος της δημοσιάς ήταν το σπίτι της αδελφής της, της Ελένης. Αν ήταν τυχερή θα περνούσε χωρίς να τη δει , αν όμως ήταν έξω στην αυλή τι θα της έλεγε ; Έπρεπε να βρει μια δικαιολογία . Όμως τι; Το μυαλό της είχε σταματήσει
Προσπέρασε την πόρτα της όταν άκουσε την Ελένη να την φωνάζει.
«Που πας μωρέ ευλογημένο μεσημεριάτικά;» Η Κούλα την κοίταζε χωρίς να μπορεί να της πει κουβέντα.
«Έλα μέσα μωρέ απολωλό. Τι σου συμβαίνει;»
«Ελένη πρέπει να σου μιλήσω Πρέπει να μιλήσω σε κάποιον …» Σαν χείμαρρος βγήκαν οι λέξεις από το στόμα της. Άρχισε να της διηγείται το όνειρό της και να ξαλαφρώνει την ψυχή της από το βάρος που ένιωθε.
«Ένα όνειρο ήταν καημένη, πως κάνεις έτσι, γύρνα σπίτι και ξέχνα το , σιγά να μην υπάρχουν λίρες που περιμένουν εσένα . Αλαφροΐσκιωτο έγινες μωρέ Κουλιώ;»
«Ελένη σε παρακαλώ πάμε μαζί μέχρι το κάστρο έτσι να μου φύγει η περιέργεια. Σε παρακαλώ!!!»
«Είσαι καλά μωρέ, αν μας δει κανείς τι θα πούμε; Μπα σε καλό σου ….»
Με παρακάλια, η Κούλα έπεισε την Ελένη και πήραν το δρόμο για το κάστρο.
Σαν έφτασαν στην μισογκρεμισμένη πόρτα η Κούλα σταμάτησε ψάχνοντας για την εσοχή που της είχε πει η γυναίκα του ονείρου της. Πράγματι μια πέτρα ήταν πιο έξω από τις άλλες δημιουργώντας μια εσοχή. Άρχισε να σκάβει προσπαθώντας να την βγάλει. Δεν χρειάστηκε και πολύ δύναμη. Έχωσε το χέρι της μέσα τραβώντας ένα μισοξεφτισμένο μαντήλι, κομποδεμένο, το άνοιξε γεμάτη δέος, όμως αντί για λίρες, το μαντήλι ήταν γεμάτο μικρά κομμάτια κάρβουνα .
Η Κούλα ακούμπησε στον τοίχο και γλίστρησε σιγά-σιγά μέχρι που κάθισε κάτω αφήνοντας να πέσουν από τα χέρια της το μαντήλι με τα κάρβουνα.
«Μου ‘χε πει να μην το πω σε κανένα….» ψέλλισε και απ τα μάτια της κύλησαν δάκρυα . Η Ελένη την κοίταζε χωρίς να μπορεί να πει μια λέξη. Έμειναν αρκετή ώρα έτσι και μετά πήραν τον δρόμο του γυρισμού αμίλητες .
Όταν έφτασαν κάτω, έβαλε την Ελένη να ορκιστεί ότι δεν θα έλεγε σε κανέναν τίποτα . Θα το ξεχνούσαν και οι δυο, σαν να μην είχε συμβεί ποτέ . Εκείνη όμως κάθε βράδυ έφερνε στη σκέψη της την μαυροφορεμένη γυναίκα του ονείρου της .

Η Κούλα αποφάσισε να αλλάξει ριζικά τη ζωή της .Παρ’ όλες τις αντιδράσεις των γονιών της ,των αδελφών της,, ακόμα και των συγχωριανών της, εκείνη ανέβηκε στο μοναστήρι και σε ένα χρόνο χειροτονήθηκε μοναχή . Έμαθε γραφή, ανάγνωση, και αργότερα έγινε ηγουμένη του μοναστηριού προσφέροντας όσο περισσότερα μπορούσε στο νησί της, στο όνομα της Παναγίας .
Ξεδιπλώνοντας σήμερα, για πρώτη φορά τις αναμνήσεις της άφησε δυο δάκρυα να κυλήσουν από τα γέρικα μάτια της . Δυο δάκρυα, μ’ ανάμικτα συναισθήματα γεμάτα χαρά και λύπη μαζί . Ποτέ δεν μετάνιωσε γι’ αυτή της την απόφαση , εκτελούσε πάντα τα χρέη της μοναχής με αγάπη και προθυμία . Το μικρό αγκάθι στην ψυχή της ήταν εκείνη η θάλασσα που είχε αφήσει πίσω και το ανεκπλήρωτο όνειρο, της καπετάνισσας που θα όργωνε τις θάλασσες με το γέρικο πια σκαρί του πατέρα της που αργοπέθαινε δεμένο στο μικρό λιμάνι

Τ Ε Λ Ο Σ

Κυριακή 6 Ιουλίου 2008

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ




ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ


Φλόγες! ναι σαν φλόγες ξεπηδούν
μέσα από τα γαλανά νερά του Βοσπόρου,
στη θάλασσα του Μαρμαρά
τ’ απομεινάρια μιας δόξας.
Μιας τρανής εποχής.
Πύρινες γλώσσες που μιλούν, κράζουν,
και φωνάζουν Ελλάδα.
Η Αγιά Σοφιά, οι βυζαντινές εκκλησίες,
με λεηλατημένα, καμένα, τα σωθικά τους,
ορθώνουν ακόμα το ανάστημα τους
μπροστά στον κατακτητή
και αφήνουν την φαντασία να καλπάσει
πίσω στο χρόνο.
Άγια χώματα μιας χαμένης πατρίδας
που ευωδιάζουν άρωμα,
και μύρο ορθοδοξίας, Ελλάδας.
Πέτρες, κολώνες, μάρμαρα,
ανοίγουν παράθυρα στο χτες
δίνοντας την ευκαιρία,
στο όνειρο να ζωντανέψει
στη μνήμη να τρέξει,
την νοσταλγία να σε τυλίξει,
Και την ελπίδα να φωνάξει.
«πάλι με χρόνια με καιρούς,
Πάλι δικά μας θα ‘ναι…»

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΑ





ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΤΟ ΚΑΠΕΛΑΚΙ
Της γιαγιάς το καπελάκι
Μ’ ένα βέλο και φτερό
Βρέθηκε σ’ ένα συρτάρι
Ξεχασμένο απ τον καιρό.


Το ξεσκόνισα και ήταν
ολοκαίνουργιο στην πένα
λες τα χρόνια που περάσαν
δεν το άγγιξε κανένα.


Απαραίτητο στολίδι
Ήτανε στο ντύσιμό της
Με το γάντι, το γοβάκι
Και το γούνινο παλτό της


Πήγαινε την εκκλησία
Κάθε Κυριακή και σχόλη
Και καμάρωνε πολύ
Όταν την θαυμάζαν όλοι.


Τι κι αν πέρασαν τα χρόνια,
‘άθικτο το καπελάκι
Μα με λύπη μου το λέω
Τη γιαγιάς μου δεν υπάρχει
Ούτε ένα κοκαλάκι




Η ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ


Ψάχνοντας στην αποθήκη βρήκα μια πολυθρόνα
Ξύλινη, παλιά, αντίκα, εκατό και πλέον χρόνια.
Άρχισαν μες το μυαλό μου, εικόνες να ‘ρχονται πολλές
Να! Την βλέπω στο σαλόνι, δίπλα ένας ναργιλές
Ο προπάππος τον φουμάρει με παντούφλες και σκουφάκι
Ήταν τότε, εκεί στην Πόλη των γερόντων το μεράκι
Πάνω κει αναπολώντας μιας και έφτασε στη δύση
Κάθε του παλιά στιγμή προσπαθεί να ξαναζήσει.


Μα, έσβησε μια κρύα νύχτα μέσα στο βαρύ χειμώνα
Και για ενθύμιο κρατήσαν τα παιδιά την πολυθρόνα
Βρήκε τώρα μια άλλη θέση στου παππού μου το σαλόνι
Για να κάθεται η γιαγιά, μπρος το τζάκι όταν κρυώνει
Και θαρρώ πως τήνε βλέπω, πλέκει εκεί με τις βελόνες,
Φτιάχνει προίκα, όπως λέει, στις μικρές της τις εγγόνες


Όμως ήρθε μια μέρα, ύστερα από κάποια χρόνια
Κι όταν έφυγ’ η γιαγιά πάει και η πολυθρόνα
Μπήκε μες την αποθήκη μ’ άλλα πράγματα παλιά
Και ξεχάστηκε η καημένη, βλέπεις δεν είχε μιλιά
Την ξεθάψαμε προσφάτως μες απ’ το «σκουπιδαριό»
Της ανοίξαμε μια τρύπα, και της βάλαμε γιο-γιο
Κι έτσι πήρε πάλι θέση όχι πια περιωπής
Μα για όποιον έχει χρεία πλέον, πέριξ της οπής.