Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΑΚΗ


Πόσο εύκολα ανοίγουν τα κουτάκια της μνήμης, μ’ ένα απλό ερέθισμα που θα δεχθούν, με δύο λέξεις, με μια απλή διαφήμιση …..
« Δε θα ξεχάσω ποτέ την γεύση που είχε εκείνο το πρώτο φιλί. Την γεύση της σοκολάτας ΑΜΥΓΔΆΛΟΥ…..»
Καλοκαιράκι δεκαετία του πενήντα . Εκείνα τα καλοκαίρια δεν είχαν καύσωνες ούτε χρειαζόσουν αίρ κοντίσιον για να κοιμηθείς το βράδυ. Η στρωματσάδα στην ταράτσα και το γλυκό αεράκι της νύχτας σε έκαναν να έχεις ανάγκη το πάπλωμα, το γεμισμένο με βαμβάκι, το καπλαντισμένο με το σεντόνι και η αίσθηση καλοκαίρι, στρωματσάδα, αεράκι, πάπλωμα, είχε μια μαγεία αξέχαστη, όταν σκεπασμένος μέχρι το λαιμό απολάμβανες την ησυχία της νύχτας και προσπαθούσες να μετρήσεις τα άπειρα φωτεινά σημαδάκια στον ουρανό, μέχρι να αποκοιμηθείς.
Το σπίτι της γιαγιάς μου ήταν ένα παλιό διώροφο με μια αυλή στο κέντρο, στρωμένη με κόκκινες μεγάλες πλάκες και γύρω από την αυλή δωμάτια χτισμένα έτσι που ανά δύο ή μόνο του το καθένα, με την κουζινούλα του, να αποτελούν το σπιτικό μιας οικογένειας.
Η αυλή ήταν κοινή για όλους, ας πούμε η βεράντα τους.
Σ αυτό το παλιό διώροφο υπήρχαν τα πάντα που είχαν σχέση με τις ανθρώπινες σχέσεις. Γκρίνιες, ζήλιες, κουμπαριές, αλληλεγγύη, δανεικά, αλισβερίσια, το μόνο που δεν υπήρχε ήταν μυστικά. Και πώς να υπάρχουν άλλωστε όταν ακόμα και το ροχαλητό του κυρ-Θανάση σφύριζε κάθε βράδυ στ’ αυτιά όλων.
Θυμάμαι κάτι καλοκαιρινά βράδια τους Ομηρικούς καυγάδες που έστηναν η κυρία-Ιουλία, γυναίκας του Θανάση, με την κυρία-Ξανθή για το τάβλι. Η πρώτη ήθελε κάθε βράδυ μετά το φαγητό με τον άντρα της να παίζουν δύο τρεις παρτιδούλες και γκραγκ !! τα ζάρια και γκρούγκ!! τα πούλια έκαναν έξαλλη την κυρία-Ξανθή που της άρεσε να κοιμάται με τις κότες. Μέχρι τον αστυφύλακα τους είχε κουβαλήσει. Βέβαια την άλλη μέρα το πρωί όλα ήταν πάντα μέλι γάλα.
Σ αυτό λοιπόν το διώροφο έμεναν πέντε οικογένειες , τρεις κάτω και δύο επάνω. Η γιαγιά μου η κυρα- Σάββαινα, έτσι τη φώναζαν [ Σάββας ήταν το όνομα του άντρα της} μαζί με τον παππού, είχαν δύο κάμαρες στον επάνω όροφο. Μια κρεβατοκάμαρα και μια τραπεζαρία, που ήταν και σαλόνι και ξενώνας, μιας και κάτω από το μεγάλο παράθυρο, υπήρχε ένα ξύλινο μπαουλοντίβανο για κάθε φιλοξενούμενο, στολισμένο πάντα με μια κοκάλινη κούκλα, με ξανθές μπούκλες, ντυμένη με φουρώ, που της την είχε φέρει ο θείος μου από την Ιταλία σε κάποιο του ταξίδι και η γιαγιά δεν άφηνε κανέναν να την αγγίζει επειδή την θεωρούσε σπουδαίο απόκτημα.
Στον ίδιο όροφο δίπλα στη γιαγιά έμενε η κουμπάρα της, νονά της αδελφής μου. Κάτω έμενε η Ιουλία με τον Θανάση και τα παιδιά τους, την Δέσποινα και την Μαίρη (εμείς την φωνάζαμε Μπούλα). Δίπλα η Ξανθή με την κόρη της την Μπουμπού (το χριστιανικό της όνομα δεν έτυχε να το ακούσω ) και η τρίτη οικογένεια ήταν της Νιόνιας, γυναίκα ναυτικού που εγώ δεν τον είχα δει ποτέ.
Η Νιόνια, είχε ένα γιο τον Γιωργάκη όμορφο αγόρι λίγο παχουλό, σήμερα θα το έλεγες μαμούχαλο 12- 13 χρονών περίπου. Σ αυτήν την ηλικία ήμουν κι εγώ τότε. Χωρίς να ξέρω το γιατί ήθελα να πηγαίνω κάθε βράδυ στη γιαγιά μου, να βλέπω τον Γιωργάκη.
Η κυρία-Νιόνια. κοντούλα και τσουπωτή παρ όλο που δεν σου γέμιζε το μάτι ήταν αυστηρή και σπάνια τον άφηνε να βγαίνει από την καμαρούλα τους να παίξει μαζί μας. Όταν την ρωτούσαμε
«θα ‘ρθει ο Γιωργάκης να παίξουμε»; η απάντηση πάντα στερεότυπη «τώρα διαβάζει» και με το ανάλογο αυστηρό της ύφος που δεν σήκωνε άλλη κουβέντα.
Ο Γιωργάκης , σαν παιδί βέβαια, ζήλευε. Όμως που να τολμήσει να πάει κόντρα στην κυρία Νιόνια, έβρισκε μοναχά την ευκαιρία μια και ο χώρος της ανάγκης ήταν έξω στην αυλή να της το σκάει για λίγο μέχρι να την ακούσει να τον ξαναφωνάζει και έτσι τον έβλεπα κι εγώ για λίγο που μάλλον ήμουν ψιλοερωτευμένη μαζί του.
Τα καλοκαίρια λοιπόν ανεβάζαμε στην ταράτσα στρώματα, παπλώματα, σεντόνια, μαξιλάρια, στήναμε σε μια γωνιά κάθε οικογένεια την «κρεβατοκάμαρα» της και με θέα τον έναστρο ουρανό κάναμε τον πιο γλυκό ύπνο. Εμείς τα παιδιά μόλις σουρούπωνε ανεβαίναμε ξαπλώναμε όλα μαζί και λέγαμε αστεία, ανέκδοτα και διάφορες ιστορίες μέχρι να μας πάρει ο ύπνος.
Ένα βραδάκι μετά το φαγητό ανεβήκαμε επάνω, ετοιμάσαμε τα στρωσίδια μας και περιμέναμε τον Γιωργάκη να τελειώσει το φαγητό του, ,η κυρία-Νιόνια αν δεν σκούπιζε το πιάτο δεν τον άφηνε να κουνήσει ρούπι., Δεν είχαμε ύπνο και είπαμε να παίξουμε κρυφτό. Εγώ πάντα κοντά στο Γιωργάκη, οι ερωτικές μου ανησυχίες ήταν σε έξαρση εκείνη της περίοδο, ο Γιωργάκης όλο και κάτι θα πρέπει να πήρε χαμπάρι και μετά το παιχνίδι πριν κοιμηθούμε, μου είπε καληνύχτα με ένα φιλί .Με ένα φιλί στο στόμα. Δεν ξέρω πως το σκέφτηκε, όμως όπως και να είναι εγώ δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό το φιλί . Ένα φιλί, που είχε τη γεύση του φαγητού που είχε φάει πριν λίγο. Πατάτες γιαχνί με μαϊντανό, κρεμμυδάκι, και σαλτσούλα ντομάτα .
Έχουν περάσει κοντά σαράντα χρόνια. Τον Γιωργάκη έχω να τον δω περίπου τόσα, όμως κάθε φορά που θα μυρίσω αυτό το φαγητό, θυμάμαι εκείνο το πρώτο και μοναδικό φιλί του Γιωργάκη με γεύση…..Πατάτες Γιαχνί.
ΤΕΛΟΣ
ΞΕΔΙΠΛΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΖΩΗ
Μια μικρή φυγή στο παρελθόν. Μια αναδρομή στα περασμένα. Η νοσταλγία σε αγκαλιάζει ρίχνοντας ένα αραχνοΰφαντο ρόδινο πέπλο. Ακολουθεί μια βουτιά στο πηγάδι των αναμνήσεων. Τίποτα δεν χάθηκε στην διαδρομή του χρόνου. Όλα ξεδιπλώνονται στην μνήμη σαν κινηματογραφική ταινία αργά- αργά, ζωντανεύουν και γίνονται παρόν.

Δυο όμορφα παιδικά μάτια, ένα αθώο βλέμμα. Ένα μικρό κεφαλάκι στολισμένο με αχυρένιες μπουκλίτσες
Ξεκινά η εξερεύνηση της νέας ζωής, με χίλια γιατί καρφωμένα στο μικρό μυαλουδάκι
Βήματα δειλά με χέρια απλωμένα στο άγνωστο. Ακαταλαβίστικες λεξούλες, λογάκια συλλαβιστά, τραγουδάκια χαρούμενα!!!
Η πρώτη γνωριμία με αυτό που λέγετε ζωή. Ένα θρανίο, ένα βιβλίο!
Ο κόσμος αρχίζει να ξεδιπλώνεται. Πάνω στο άγραφο χαρτί το πρώτο μελάνι.
Ένα, δύο, τρία……..δέκα…..δεκαπέντε, δεκαέξι, αρχίζουν τα άγουρα χρόνια της εφηβείας. Η ζωή είναι μπροστά και εσύ έτοιμος να την κατακτήσεις. Έμαθες ότι σου ανήκει.
Τώρα τα γιατί αραιώνουν, αρχίζουν τα όνειρα, οι ανησυχίες και οι φιλοδοξίες να σε κατακτούν όλο και περισσότερο. Τολμάς !!! άλλωστε όλα απλώνονται μπροστά σου σαν ένα μεγάλο τόπι βελούδινο ύφασμα, που μοιάζει ατελείωτο.
Καλπάζεις καβαλάρης στο άτι της ζωής!
Προχωρώντας η γνώση αγκαλιάζει την πείρα και βαδίζουν μαζί χέρι-χέρι. Τα άλματα τώρα γίνονται σταθερά βήματα και πολλά από τα όνειρα πραγματικότητα. Όμως εσύ κάνεις κι άλλα, κι άλλα και πάντα κυνηγάς την ολοκλήρωση τους. Σαν τον ορειβάτη προσπαθείς να φτάσεις στην κορυφή. Να γευθείς την χαρά της κατάκτησης, της νίκης.
Λίγο ξαπόσταμα και ακολουθεί ο δρόμος της επιστροφής.
Η γνώση και η πείρα σου εξακολουθούν να βαδίζουν χέρι- χέρι, μα τα δικά σου βήματα έχουν ένα ελαφρό τρεμούλιασμα γίνονται όλο και πιο αργά….
Λιγοστεύουν τα όνειρα, περισσεύει ο χρόνος και αρχίζει ο χορός των αναμνήσεων.
Το μεγάλο βελούδινο τόπι ύφασμα που σου φαινόταν ατελείωτο, απλώνεται τώρα πίσω σου και συ γυρνώντας το κεφάλι όλο και πιο συχνά κοιτάζεις την αρχή του…..