Πέμπτη 17 Ιουλίου 2008

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ


Με το γέρικο, τρεμάμενο χέρι της σκούπισε το θαμπό τζάμι. Το κρύο έξω ήταν τσουχτερό. Ήταν μια από τις ελάχιστες χρονιές που στο νησί είχε πέσει τόσο πυκνό χιόνι. Άφησε το βλέμμα της να αγναντέψει την αγριεμένη θάλασσα που απλωνόταν κάτω, κοιτώντας τα καΐκια, που σαν καρυδότσουφλα τα πήγαιναν πέρα δώθε τα αφρισμένα κύματα.. Πόσο είχε αγαπήσει αυτή τη θάλασσα…. Πόσα όνειρά της δεν είχε αφήσει να τα πάρει στην πλατιά αγκαλιά της, και να τα ταξιδέψει μακριά εκεί που έφτανε η φαντασία της , στα μέρη που άκουγε να διηγούνται οι ναυτικοί του νησιού της, τα πολύχρωμα , με τις μαύρες καλλονές, με τα τεράστια στρείδια που μέσα τους έκρυβαν τα ξακουστά μαργαριτάρια, ακόμα και για πειρατές είχε ακούσει ,για άγριους κουρσάρους που άρπαζαν τα πλοία και το βιός των καπεταναίων. Για τεράστιες φάλαινες ,που μπορούσαν να καταπιούν ολόκληρες βάρκες. Όλα αυτά, την έκαναν να λαχταράει να γίνει καπετάνισσα, να φτάσει στα πέρατα του κόσμου.



Η Κούλα, το Κουλιώ όπως την φώναζαν ήταν το ενδέκατο από τα δεκάξι παιδιά του καπετάν Παντελή του Βαρβάκη με τ’ όνομα στο νησί. Ζωηρή, πειραχτήρι, σωστό αγοροκόριτσο. Όλη μέρα τριγυρνούσε με τους ψαράδες στα καΐκια . Μάγκωνε τη φούστα της στη βράκα της και μες το νερό μέχρι το γόνατο μάζευε δολώματα και ψάρευε. Το σχολείο, ούτε που να το ακούσει. Πήγε στην πρώτη δημοτικού και τα παράτησε στη μέση. Τι ήταν τούτα που ήθελε να της μάθει η κυρά δασκάλα, το α, το ο, το ι, να γράφει πάνω στην πλάκα και να περνάει τις ώρες της καθισμένη σ’ ένα θρανίο τι θα τα έκανε; Εκείνη ήθελε να ‘ναι ελεύθερη , να μαζεύει αχινούς , γαριδούλες, καβούρια, σαλιγκάρια να ψαρεύει με το καλάμι της απ΄ το μόλο να τρέχει στην παραλία. Άσε που καθημερινά σχεδόν την έβαζε τιμωρία να κάθεται δυο ώρες παραπάνω νηστικιά επειδή εκτός του ότι πήγαινε αδιάβαστη, ήταν και ο καπετάν φασαρίας στην τάξη .
Ατίθασο κορίτσι το Κουλιώ. Η κακομοίρα η μάνα της που να την προλάβει με τόσα κουτσούβελα γύρω της και μια κοιλιά μονίμως μέχρι το στόμα . Είπε όχι στο σχολείο η Κούλα , συμφώνησε και η μάνα της .
Το Κουλίω ονειρευόταν μόλις μεγαλώσει να πάει με τον πατέρα της στο καΐκι , να ταξιδεύει, όσο κι αν της έλεγαν ότι αυτή η δουλειά δεν είναι για κορίτσια. Εκείνη δεν το παραδεχόταν και δεν το έβαζε κάτω. Ο καπετάν Παντελής την κρυφοκαμάρωνε
« έχει τσαγανό αυτό το παιδί » έλεγε.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν και το Κουλιώ μεγάλωνε άρχισε ν’ αλλάζει . Τώρα προτεραιότητα είχαν οι δουλειές στο σπίτι. Οι μεγάλες της οι αδερφάδες μια – μια παντρεύτηκαν έκαναν δικές τους οικογένειες και παιδιά. Έτσι εκ των πραγμάτων η Κούλα έπρεπε να βοηθάει τη μάνα της να μεγαλώσει τα άλλα πέντε αδέρφια της τα πιο μικρά απ’ αυτήν. Το όνειρό της λίγο – λίγο άρχισε να σβήνει .Τώρα ταξίδευε μόνο με την φαντασία της . Είχε γίνει ο ήρωας των θαλασσινών ιστοριών που της διηγιόταν ο πατέρας της τα κρύα βράδια, καθισμένοι κοντά στο τζάκι. Τον αγαπούσε και τον θαύμαζε. Στο σκαμμένο απ’ την αρμύρα πρόσωπο του έβλεπε την δύναμη του αντρειωμένου καπετάνιου που ήξερε να παλεύει με τα στοιχειά της φύσης
Τα προξενιά πήγαιναν κι ερχόντουσαν για το Κουλιώ. Ήταν άλλωστε όμορφη , μελαχρινή , με δυο κατάμαυρες μακριές πλεξούδες, με βλέμμα σπινθηροβόλο γεμάτο ζωντάνια, κρυφός πόθος για τα παλικάρια του νησιού .Όλα τα έδιωχνε δεν ήθελε γάμους , δεν ήθελε παιδιά .Δεν άντεχε το κλάμα των μωρών που δεν την άφηνε την νύχτα να κοιμηθεί. Τις αρρώστιες τους , τα ξενύχτια και την αγωνία πάνω απ’ το προσκεφάλι τους όταν ψηνόντουσαν στον πυρετό.
Όχι ! Δεν ήθελε να περάσει αυτά που περνούσαν η μάνα της και οι αδερφάδες της . Πολλές φορές ανέβαινε στο μοναστήρι που ήταν έξω από την πόλη και έμενε με τις μοναχές δυο –τρεις μέρες. Ένιωθε ηρεμία και γαλήνη εκεί κοντά στο Θεό.
Πλησίαζαν οι Άγιες μέρες του Πάσχα. Στο σπιτικό της Κούλας είχαν αρχίσει οι ετοιμασίες. Απ το πρωί μαζί με την μάνα της και την βοήθεια των μικρών ασβέστωσαν την αυλή, φρόντισαν τα λουλούδια, έψησαν τα τσουρέκια και τα κουλουράκια της πασχαλιάς και σαν νύχτωσε για τα καλά μετά το φαγητό αφού έβαλαν τα μικρά για ύπνο αποκαμωμένες από την κούραση της ημέρας κάθισαν μπροστά στη φωτιά. Η μάνα της πήρε το πανεράκι με τις κλωστές και άρχισε να μπαλώνει κάτι κάλτσες. Η Κούλα, έκλεισε τα μάτια της κι αποκοιμήθηκε.
Μια γλυκιά, μαυροφορεμένη γυναίκα ήρθε στον ύπνο της και με φωνή ήρεμη και σταθερή της είπε :
« Παιδί μου, αύριο το πρωί θ’ ανέβεις στο παλιό κάστρο κι εκεί στα χαλάσματα δίπλα στη μεγάλη πόρτα σε μια εσοχή πίσω από μια πέτρα θα βρεις ένα μαντήλι γεμάτο χρυσές λίρες, Όμως δεν θα το πεις σε κανένα, πρόσεξε είναι για σένα , δεν πρέπει να το μάθει κανείς . Αν μ’ ακούσεις θ’ αλλάξει ολόκληρη η ζωή σου » .
Η Κούλα πετάχτηκε ταραγμένη. « Παναγιά μου, καλό και ευλογημένο» ψιθύρισε κάνοντας το σταυρό της. Άλλο και τούτο στο κάστρο δεν έχει πάει ποτέ της ούτε και κανείς από τους συχωριανούς της ανεβαίνει εκεί πάνω μόνο αετοί και γεράκια φωλιάζουν στα χαλάσματα . Και γιατί να μην το έλεγε σε κανένα; Κι αν πράγματι υπάρχουν λίρες που θα έλεγε ότι της βρήκε; Θα νομίζουν ότι της έκλεψε, θα ξεσηκωθεί όλο το χωριό. «Γεννήματα της φαντασίας μου» σκέφτηκε, «η κούραση άρχισε να μου σαλεύει τα λογικά. Σε καλό μου. Μέχρι το πρωί θα το ‘ χω ξεχάσει» .
Την άλλη μέρα το πρωί η μαυροφορεμένη γυναίκα και τα λόγια της, ξανάρθαν στο μυαλό της. Η περιέργεια άρχισε να την βασανίζει. Σαν την παναγιά άρχισε να την πλάθει στη φαντασία της .
Το μεσημέρι αποφάσισε να ανηφορίσει προς το κάστρο .Παρ’ όλο που ήταν κορίτσι τολμηρό και φόβο δεν ένιωσε ποτέ στη ζωή της, η καρδιά της είχε αρχίσει να σφυροκοπά στο στήθος της.
Στο τέλος της δημοσιάς ήταν το σπίτι της αδελφής της, της Ελένης. Αν ήταν τυχερή θα περνούσε χωρίς να τη δει , αν όμως ήταν έξω στην αυλή τι θα της έλεγε ; Έπρεπε να βρει μια δικαιολογία . Όμως τι; Το μυαλό της είχε σταματήσει
Προσπέρασε την πόρτα της όταν άκουσε την Ελένη να την φωνάζει.
«Που πας μωρέ ευλογημένο μεσημεριάτικά;» Η Κούλα την κοίταζε χωρίς να μπορεί να της πει κουβέντα.
«Έλα μέσα μωρέ απολωλό. Τι σου συμβαίνει;»
«Ελένη πρέπει να σου μιλήσω Πρέπει να μιλήσω σε κάποιον …» Σαν χείμαρρος βγήκαν οι λέξεις από το στόμα της. Άρχισε να της διηγείται το όνειρό της και να ξαλαφρώνει την ψυχή της από το βάρος που ένιωθε.
«Ένα όνειρο ήταν καημένη, πως κάνεις έτσι, γύρνα σπίτι και ξέχνα το , σιγά να μην υπάρχουν λίρες που περιμένουν εσένα . Αλαφροΐσκιωτο έγινες μωρέ Κουλιώ;»
«Ελένη σε παρακαλώ πάμε μαζί μέχρι το κάστρο έτσι να μου φύγει η περιέργεια. Σε παρακαλώ!!!»
«Είσαι καλά μωρέ, αν μας δει κανείς τι θα πούμε; Μπα σε καλό σου ….»
Με παρακάλια, η Κούλα έπεισε την Ελένη και πήραν το δρόμο για το κάστρο.
Σαν έφτασαν στην μισογκρεμισμένη πόρτα η Κούλα σταμάτησε ψάχνοντας για την εσοχή που της είχε πει η γυναίκα του ονείρου της. Πράγματι μια πέτρα ήταν πιο έξω από τις άλλες δημιουργώντας μια εσοχή. Άρχισε να σκάβει προσπαθώντας να την βγάλει. Δεν χρειάστηκε και πολύ δύναμη. Έχωσε το χέρι της μέσα τραβώντας ένα μισοξεφτισμένο μαντήλι, κομποδεμένο, το άνοιξε γεμάτη δέος, όμως αντί για λίρες, το μαντήλι ήταν γεμάτο μικρά κομμάτια κάρβουνα .
Η Κούλα ακούμπησε στον τοίχο και γλίστρησε σιγά-σιγά μέχρι που κάθισε κάτω αφήνοντας να πέσουν από τα χέρια της το μαντήλι με τα κάρβουνα.
«Μου ‘χε πει να μην το πω σε κανένα….» ψέλλισε και απ τα μάτια της κύλησαν δάκρυα . Η Ελένη την κοίταζε χωρίς να μπορεί να πει μια λέξη. Έμειναν αρκετή ώρα έτσι και μετά πήραν τον δρόμο του γυρισμού αμίλητες .
Όταν έφτασαν κάτω, έβαλε την Ελένη να ορκιστεί ότι δεν θα έλεγε σε κανέναν τίποτα . Θα το ξεχνούσαν και οι δυο, σαν να μην είχε συμβεί ποτέ . Εκείνη όμως κάθε βράδυ έφερνε στη σκέψη της την μαυροφορεμένη γυναίκα του ονείρου της .

Η Κούλα αποφάσισε να αλλάξει ριζικά τη ζωή της .Παρ’ όλες τις αντιδράσεις των γονιών της ,των αδελφών της,, ακόμα και των συγχωριανών της, εκείνη ανέβηκε στο μοναστήρι και σε ένα χρόνο χειροτονήθηκε μοναχή . Έμαθε γραφή, ανάγνωση, και αργότερα έγινε ηγουμένη του μοναστηριού προσφέροντας όσο περισσότερα μπορούσε στο νησί της, στο όνομα της Παναγίας .
Ξεδιπλώνοντας σήμερα, για πρώτη φορά τις αναμνήσεις της άφησε δυο δάκρυα να κυλήσουν από τα γέρικα μάτια της . Δυο δάκρυα, μ’ ανάμικτα συναισθήματα γεμάτα χαρά και λύπη μαζί . Ποτέ δεν μετάνιωσε γι’ αυτή της την απόφαση , εκτελούσε πάντα τα χρέη της μοναχής με αγάπη και προθυμία . Το μικρό αγκάθι στην ψυχή της ήταν εκείνη η θάλασσα που είχε αφήσει πίσω και το ανεκπλήρωτο όνειρο, της καπετάνισσας που θα όργωνε τις θάλασσες με το γέρικο πια σκαρί του πατέρα της που αργοπέθαινε δεμένο στο μικρό λιμάνι

Τ Ε Λ Ο Σ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

κάθε παρατήρηση δεκτή!!!