Η ελπίδα είναι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να σε κρατήσει ζωντανό στη ζωή.
Είναι η πυξίδα στο καράβι που βοηθάει τον καπετάνιο να βρει το λιμάνι.
Είναι το οξυγόνο που σου γεμίζει τους πνεύμονες.
Με την ελπίδα πας μπροστά όσο δύσκολος κι αν είναι ο δρόμος.
Το πρώτο πράγμα που θα ρωτήσει τον γιατρό ο άρρωστος είναι «Υπάρχει ελπίδα:»
Στόν τάφο του μεγάλου μας συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη υπάρχει η επιγραφή, «Δεν πιστεύω τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος».
Εγώ όμως θα ρωτήσω... Χωρίς πιστεύω, ιδανικά και ελπίδα, ποιό θα μπορούσε να είναι το μέλλον της πατρίδας μας, της οικογένειας, των παιδιών μας: Για να είμαστε λεύτεροι.
Ο αγώνας μας στη ζωή στηρίζεται σ’ αυτή την έννοια, στην ελπίδα για ένα πιο φωτεινο μέλλον για καλύτερη ποιότητα ζωής. Όμως οι κυβερνώντες αυτόν τον τόπο, οι αρχές, η παιδεία, η πρόνοια, η δικαιοσύνη, η οικονομία, με την εικόνα που παρουσιάζουν σήμερα, μας έχουν στερίσει το δικαίωμα να ελπίζουμε, να οραματιζόμαστε, ακόμα και γιατί όχι να ονειρευόμαστε πως αύριο θα ξημερώσει άλλη καλύτερη μέρα.
Ο άρρωστος τρέμει την μέριμνα της κρατικής περίθαλψης και φυσικά δεν ελπίζει τίποτα.
Ο απροστάτευτος πολίτης σε ποιόν να διαμαρτηρηθεί και να μπορέσει να βρει το δίκιο του. Αρα δεν ελπίζει κι αυτός τίποτα.
Ο νέος, ο σπουδαστής, ο φοιτητής, που να στηρίξει τις ελπίδες του όταν ο καθηγητής λειτουργεί πλέον με την νοοτροποία του δημοσίου υπαλλήλου και όλοι ξέρουμε ποιά είναι. « Βρε δε βαριέσαι αδερφέ»...
Ο άνεργος, ο συνταξιούχος, ο μετανάστης,{που και αυτός ήλπιζε} απο που να κρατηθούν. Η βιομηχανική ζωή έσβησε ανεπιστρεπτή, έργοστάσια, ναυπηγεία, βιοτεχνίες ερήμωσαν. Κατα μήκος της Εθνικής οδού βλέπεις τα εργοστάσια που πριν λίγα χρόνια ήταν γεμάτα ζωή τώρα... σωρός ερειπίων με σπασμένα τζάμια, σκουριασμένες, λαμαρίνες, και χορταριασμένους περίβολους.
Οι συντάξεις των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας που αγωνίστηκαν μια ολόκληρη ζωή, ψίχουλα, και αντι να αυξηθούν, με υπουργικές αλχημίες, μειώνονται, γιατί όλο και κάποιος οικονομολόγος με γεμάτο στομάχι υπολογίζει «τρείς το λάδι, τρείς το ξύδι...»
Το έγκλημα, η βια, η αδικία, η φτώχια, η αδιαφορία όταν κυριαρχούν σε ένα κράτος, η ελπίδα χάνεται, σβήνει, αργοπεθαίνει, γιαυτό πρέπει όσο υπάρχει ακόμα καιρός {αν υπάρχει } να κάνουμε κάτι πριν να είναι πολύ αργά. Για να μπορούμε να λέμε, έστω να ψιθυρίζουμε Dum spiro spero {όσο αναπνέω ελπίζω}.
Είναι η πυξίδα στο καράβι που βοηθάει τον καπετάνιο να βρει το λιμάνι.
Είναι το οξυγόνο που σου γεμίζει τους πνεύμονες.
Με την ελπίδα πας μπροστά όσο δύσκολος κι αν είναι ο δρόμος.
Το πρώτο πράγμα που θα ρωτήσει τον γιατρό ο άρρωστος είναι «Υπάρχει ελπίδα:»
Στόν τάφο του μεγάλου μας συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη υπάρχει η επιγραφή, «Δεν πιστεύω τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος».
Εγώ όμως θα ρωτήσω... Χωρίς πιστεύω, ιδανικά και ελπίδα, ποιό θα μπορούσε να είναι το μέλλον της πατρίδας μας, της οικογένειας, των παιδιών μας: Για να είμαστε λεύτεροι.
Ο αγώνας μας στη ζωή στηρίζεται σ’ αυτή την έννοια, στην ελπίδα για ένα πιο φωτεινο μέλλον για καλύτερη ποιότητα ζωής. Όμως οι κυβερνώντες αυτόν τον τόπο, οι αρχές, η παιδεία, η πρόνοια, η δικαιοσύνη, η οικονομία, με την εικόνα που παρουσιάζουν σήμερα, μας έχουν στερίσει το δικαίωμα να ελπίζουμε, να οραματιζόμαστε, ακόμα και γιατί όχι να ονειρευόμαστε πως αύριο θα ξημερώσει άλλη καλύτερη μέρα.
Ο άρρωστος τρέμει την μέριμνα της κρατικής περίθαλψης και φυσικά δεν ελπίζει τίποτα.
Ο απροστάτευτος πολίτης σε ποιόν να διαμαρτηρηθεί και να μπορέσει να βρει το δίκιο του. Αρα δεν ελπίζει κι αυτός τίποτα.
Ο νέος, ο σπουδαστής, ο φοιτητής, που να στηρίξει τις ελπίδες του όταν ο καθηγητής λειτουργεί πλέον με την νοοτροποία του δημοσίου υπαλλήλου και όλοι ξέρουμε ποιά είναι. « Βρε δε βαριέσαι αδερφέ»...
Ο άνεργος, ο συνταξιούχος, ο μετανάστης,{που και αυτός ήλπιζε} απο που να κρατηθούν. Η βιομηχανική ζωή έσβησε ανεπιστρεπτή, έργοστάσια, ναυπηγεία, βιοτεχνίες ερήμωσαν. Κατα μήκος της Εθνικής οδού βλέπεις τα εργοστάσια που πριν λίγα χρόνια ήταν γεμάτα ζωή τώρα... σωρός ερειπίων με σπασμένα τζάμια, σκουριασμένες, λαμαρίνες, και χορταριασμένους περίβολους.
Οι συντάξεις των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας που αγωνίστηκαν μια ολόκληρη ζωή, ψίχουλα, και αντι να αυξηθούν, με υπουργικές αλχημίες, μειώνονται, γιατί όλο και κάποιος οικονομολόγος με γεμάτο στομάχι υπολογίζει «τρείς το λάδι, τρείς το ξύδι...»
Το έγκλημα, η βια, η αδικία, η φτώχια, η αδιαφορία όταν κυριαρχούν σε ένα κράτος, η ελπίδα χάνεται, σβήνει, αργοπεθαίνει, γιαυτό πρέπει όσο υπάρχει ακόμα καιρός {αν υπάρχει } να κάνουμε κάτι πριν να είναι πολύ αργά. Για να μπορούμε να λέμε, έστω να ψιθυρίζουμε Dum spiro spero {όσο αναπνέω ελπίζω}.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
κάθε παρατήρηση δεκτή!!!