Κυριακή 6 Ιουλίου 2008

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΑ





ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΤΟ ΚΑΠΕΛΑΚΙ
Της γιαγιάς το καπελάκι
Μ’ ένα βέλο και φτερό
Βρέθηκε σ’ ένα συρτάρι
Ξεχασμένο απ τον καιρό.


Το ξεσκόνισα και ήταν
ολοκαίνουργιο στην πένα
λες τα χρόνια που περάσαν
δεν το άγγιξε κανένα.


Απαραίτητο στολίδι
Ήτανε στο ντύσιμό της
Με το γάντι, το γοβάκι
Και το γούνινο παλτό της


Πήγαινε την εκκλησία
Κάθε Κυριακή και σχόλη
Και καμάρωνε πολύ
Όταν την θαυμάζαν όλοι.


Τι κι αν πέρασαν τα χρόνια,
‘άθικτο το καπελάκι
Μα με λύπη μου το λέω
Τη γιαγιάς μου δεν υπάρχει
Ούτε ένα κοκαλάκι




Η ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ


Ψάχνοντας στην αποθήκη βρήκα μια πολυθρόνα
Ξύλινη, παλιά, αντίκα, εκατό και πλέον χρόνια.
Άρχισαν μες το μυαλό μου, εικόνες να ‘ρχονται πολλές
Να! Την βλέπω στο σαλόνι, δίπλα ένας ναργιλές
Ο προπάππος τον φουμάρει με παντούφλες και σκουφάκι
Ήταν τότε, εκεί στην Πόλη των γερόντων το μεράκι
Πάνω κει αναπολώντας μιας και έφτασε στη δύση
Κάθε του παλιά στιγμή προσπαθεί να ξαναζήσει.


Μα, έσβησε μια κρύα νύχτα μέσα στο βαρύ χειμώνα
Και για ενθύμιο κρατήσαν τα παιδιά την πολυθρόνα
Βρήκε τώρα μια άλλη θέση στου παππού μου το σαλόνι
Για να κάθεται η γιαγιά, μπρος το τζάκι όταν κρυώνει
Και θαρρώ πως τήνε βλέπω, πλέκει εκεί με τις βελόνες,
Φτιάχνει προίκα, όπως λέει, στις μικρές της τις εγγόνες


Όμως ήρθε μια μέρα, ύστερα από κάποια χρόνια
Κι όταν έφυγ’ η γιαγιά πάει και η πολυθρόνα
Μπήκε μες την αποθήκη μ’ άλλα πράγματα παλιά
Και ξεχάστηκε η καημένη, βλέπεις δεν είχε μιλιά
Την ξεθάψαμε προσφάτως μες απ’ το «σκουπιδαριό»
Της ανοίξαμε μια τρύπα, και της βάλαμε γιο-γιο
Κι έτσι πήρε πάλι θέση όχι πια περιωπής
Μα για όποιον έχει χρεία πλέον, πέριξ της οπής.

1 σχόλιο:

κάθε παρατήρηση δεκτή!!!